θετοί

θετοί
θετός
placed
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαίοι — μαῑοι, ol (Α) [μαία] οι θετοί γονείς …   Dictionary of Greek

  • θετός — ή, ό 1. τοποθετημένος, βαλμένος. 2. υιοθετημένος: Θετός γιος. – Θετή κόρη. 3. «θετοί γονείς», όχι φυσικοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”